κλιματοθεραπευτικός

κλιματοθεραπευτικός
-ή, -ό
ο σχετικός με την κλιματοθεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. climatotherapeutique].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”